πελελός

πελελός
και πελός, -ή, -ό
τρελός, παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπολωλώς, μτχ. τού ἀπόλλυμι (πρβλ. και λ. παλαβός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …   Dictionary of Greek

  • πελελάδα — η [πελελός] βλακεία, τρέλα, παλαβομάρα …   Dictionary of Greek

  • πελός — (I) ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. πελλός. (II) ο βλ. πελελός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”